- απομαδώ
- (Α ἀπομαδῶ, -άω)μαδώ τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απομαδώ — ησα, ημένος 1. μτβ., μαδώ κάτι εντελώς: Τ’ απομάδησες το κλήμα. 2. αμτβ., χάνω τα φύλλα μου, τα φτερά μου κτλ.: Απομαδήσανε οι κότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek